Νοέμβριος 2015, ένας μήνας
γεμάτος από τις πιο δυνατές εμπειρίες που είχα στη ζωή μου. Πρώτος σταθμός
Παρίσι. Από μικρή είχα όνειρο να επισκεφτώ την πανέμορφη αυτή ευρωπαϊκή
πρωτεύουσα, λίκνο των τεχνών και του πολιτισμού, και άλλα πολλά που σκεφτόμουν
να κάνω και να δω. Τα εισιτήρια κλεισμένα από μέρες και το μόνο που έμενε ήταν
η ανυπομονησία μέχρι να έρθει η μέρα αναχώρησης. Ή μάλλον όχι. Βράδυ της 13ης
Νοεμβρίου, μία Παρασκευή όπως όλες οι υπόλοιπες, όταν τυχαία πληροφορούμαι ότι
κάτι άσχημο συμβαίνει στο Παρίσι. Οι
πληροφορίες συγκεχυμένες, μεγάλος ο αριθμός των νεκρών και τραυματιών,
σε μία στιγμή που τουλάχιστον αρχικά κανείς δεν μπορούσε με σιγουριά να πει τι
συνέβαινε.
Όσο περνά η ώρα η εικόνα ολοκληρώνεται και
περισσότερες λεπτομέρειες έρχονται στο φως. Το Παρίσι ζει ίσως μία από τις
χειρότερες βραδιές του στη σύγχρονη ιστορία, όταν μία σειρά από τρομοκρατικές
επιθέσεις λαμβάνουν χώρα σε διάφορα σημεία της πόλης, κυρίως μέρη που συχνάζουν
νέοι, περιοχές που σφύζουν από ζωή και μία κατάσταση ομηρίας σε έναν από τους
γνωστότερους καλλιτεχνικούς πολυχώρους. Η πόλη κηρύσσεται σε κατάσταση έκτακτης
ανάγκης και όλοι μουδιασμένοι παρακολουθούμε τις εξελίξεις. Ασυναίσθητα στο
μυαλό μου έρχονται εικόνες και συζητήσεις από ένα σεμινάριο που εγώ η ίδια είχα
παρουσιάσει για την τρομοκρατία λίγες μέρες πριν, εστιάζοντας στο προφίλ της
τρομοκρατίας με θρησκευτικό κίνητρο. Ταυτόχρονα, παρότι πολλά χιλιόμετρα
μακριά, ένα συναίσθημα τρόμου με κατακλύζει. Τι να κάνω άραγε; Να ακυρώσω το
ταξίδι μου ή να ταξιδέψω όπως είχα προγραμματίσει παρά τις εξελίξεις; Η
κατάσταση όχι και τόσο άγνωστη σε εμένα,
καθώς το 2005 λίγες μόλις εβδομάδες μετά τα τρομοκρατικά χτυπήματα στο Λονδίνο
μετακόμισα στο Reading για τις σπουδές
μου. Ένα γνώριμο συναίσθημα ξυπνάει και θυμάμαι το πόσο άσχημο και ψυχοφθόρο
είναι να ζεις σε μία πόλη που ζει υπό το καθεστώς τρομοκρατίας. Οι
εσωτερικοί διάλογοι έδιναν και έπαιρναν
μέχρι να καταλήξω στην απόφαση να ταξιδέψω κανονικά, να μην αλλάξω τίποτα από
αυτά που ήδη είχα σχεδιάσει και να φτάσω στο Παρίσι. Φυσικά, η κλειστή
τηλεόραση ήταν συνειδητή επιλογή και η επικοινωνία με ανθρώπους που ζουν στο
Παρίσι έπαιξαν το ρόλο τους.
Ναι σοκαρίστηκα.
Όχι δεν είχα περάσει επιφανειακά τις καθημερινές επιθέσεις στη Συρία, την Παλαιστίνη, τα πρώτα δείγματα που είχα ζήσει
στην Κωνσταντινούπολη λίγους μήνες πριν. Ωστόσο, οι χειρότεροι φόβοι
επιβεβαιώνονταν και τα τυφλά χτυπήματα στο Παρίσι επανέφεραν τις εικόνες που η
Ευρώπη είχε ξαναζήσει την ίδια χρονιά στο Charlie. Η πρώτη εικόνα
στο αεροδρόμιο ήδη σε ξενίζει όταν οι πρώτοι άνθρωποι που συναντάς σε γαλλικό
έδαφος είναι στρατιώτες με το χέρι στη σκανδάλη αυτόματων όπλων. Οι Γάλλοι και
οι άλλοι κάτοικοι του Παρισιού προωθούν συνεχώς την ιδέα, ότι πρέπει να
συνεχίσουμε τη ζωή μας και δεν πρέπει να ζούμε στον τρόμο. Από την άλλη πλευρά,
το κυρίαρχο συναίσθημα στην ατμόσφαιρα ήταν η καχυποψία. Καχυποψία για αυτόν
που κάθεται δίπλα σου στο μετρό, καχυποψία για τη γυναίκα με τη μαντήλα που
περνά δίπλα σου, ένα άτυπο πέπλο προστασίας που έκανε τις δύο πρώτες σειρές σε
κάθε μαγαζί να είναι άδειες. Παράλογες
γενικεύσεις, λεπτομερής σχεδιασμός του καθημερινού προγράμματος και αποφυγή
συγκεκριμένων χώρων και εκδηλώσεων ήταν πλέον κομμάτι της καθημερινότητας. Η
πόλη αστυνομοκρατείται, ακούς συχνά πυκνά σειρήνες περιπολικών και εκτός από το
στρατό, αστυνομικοί με πολιτικά είναι ακροβολισμένοι σε κάθε σημείο της πόλης.
Τώρα που το παρατηρώ βλέπω ελάχιστους μουσουλμάνους να κυκλοφορούν, καθώς στον
απόηχο κάθε χτυπήματος ο ρατσισμός κορυφώνεται. Ακόμη, θυμάμαι το συγκάτοικό
μου από το Πακιστάν, όταν μετά τα τρομοκρατικά στο Λονδίνο, επέστρεφε σπίτι
θλιμμένος, περιγράφοντας πώς το χρώμα του σε συνδυασμό με το σακίδιο που
κουβαλούσε για το πανεπιστήμιο, κατέληγαν πάντα στο να κάθεται σε ένα άδειο
τρένο στο μετρό. Θυμάμαι και εμένα να προσπαθώ αμήχανα να ελαφρύνω την εμπειρία
του με όπλο το χιούμορ, ‘‘και δεν
χαίρεσαι που σε ώρα αιχμής βρίσκεις θέση στο βαγόνι για να κάτσεις; Άστους να
κυνηγάν φαντάσματα’’.
Με αφορμή το Παρίσι
βέβαια, ο ρατσισμός δεν αφορά μόνο την εκεί μουσουλμανική κοινότητα αλλά
παίρνει στο λαιμό της και χιλιάδες ταλαιπωρημένων ανθρώπων, προσφύγων και
μεταναστών που θαλασσοπνίγονται κάθε μέρα στο Αιγαίο, προσπαθώντας να ξεφύγουν.
Να ξεφύγουν από την πείνα, τον πόλεμο, την ανέχεια, αναζητώντας μία καλύτερη
ζωή για εκείνους και τα παιδιά. Κυρίως τα παιδιά. Ήδη από το Παρίσι το κλίμα
ήταν φορτισμένο και η Ελλάδα για ακόμη μία φορά στο προσκήνιο, «από εκεί
περνάνε οι τζιχαντιστές», «φάε τώρα αλληλεγγύη
στους πρόσφυγες» και οι θεωρίες συνομωσίας να δίνουν και να παίρνουν,
γεμίζοντας τους θιασώτες τους με ρίγη
περηφάνιας που δεν «μάσησαν στο παραμύθι της προσφυγιάς».
Αφήνω το Παρίσι με
γλυκόπικρη γεύση, καταγράφοντας μία από τις πιο δυνατές εμπειρίες της μέχρι
τώρα ζωής μου. Η συγκυρία όμως έκανε αυτή την εμπειρία ακόμη πιο δυνατή. Δύο
μέρες ακριβώς από την επιστροφή μου από το Παρίσι, ετοιμάζω ξανά βαλίτσες για
τη Χίο αυτή τη φορά. Ένα επίσης προγραμματισμένο, αμιγώς επαγγελματικό ταξίδι
για ένα σεμινάριο εκπαίδευσης από τα πολλά που έχουμε κάνει με την Α21. Το θέμα
που καλύπτω αφορά την ταυτοποίηση θυμάτων εμπορίας ανθρώπων και κάποιες βασικές
οδηγίες διεξαγωγής συνέντευξης με ένα πιθανό ή ταυτοποιημένο θύμα. Το κοινό της
εκπαίδευσης αστυνομικοί και λιμενικοί που έχουν έρθει για να επιμορφωθούν
σχετικά. Η συζήτηση φτάνει στο φλέγον για την περιοχή ζήτημα, το προσφυγικό,
για να συζητήσουμε πλέον το πώς η ευάλωτη θέση των προσφύγων αλλά και το
καθημερινό κύμα ανθρώπων που δέχεται το νησί, είναι μία πολύ ελκυστική «αγορά»
σύγχρονων σκλάβων στους οποίους τάζουν μία ήσυχη και όμορφη ζωή στην Ευρώπη. Το
σεμινάριο τελειώνει την προκαθορισμένη ώρα, αλλά μέσα μου υπάρχει μεγάλη
επιθυμία να δω από κοντά την πραγματικότητα, να δω τι συμβαίνει στα κέντρα
καταγραφής, τι ζουν οι κάτοικοι και πώς ανταποκρίνονται οι αρχές εκεί.
Πρόθυμα ένας
αστυνομικός με μεταφέρει σε ένα από τα σημεία καταγραφής των προσφύγων. Φτάνουμε
σε ένα σημείο όχι πολύ μακριά από το κέντρο της πόλης, μοιάζει με
εγκαταλειμμένο εργοστάσιο, αποθήκη, κάτι τέτοιο. Στην είσοδο αντικρίζω δύο
χημικές τουαλέτες, στις ανδρικές υπήρχαν κολλημένα δύο μπλε τριαντάφυλλα, στις
γυναικείες ροζ τριαντάφυλλα. Προχωρώ πιο μέσα και γνωρίζω αρχικά τους εθελοντές
και εργαζομένους εκεί, ήρωες όπως τους αποκαλώ εγώ. Μεταφραστές, μέλη
οργανώσεων και φορέων που προσπαθούν να κάνουν πιο ομαλή και γρήγορη την διαδικασία καταγραφής. Τριγύρω έχουν
στηθεί πρόχειρα γραφεία με υπολογιστές, όπου γίνεται η καταγραφή, ενώ στο χώρο
χωρισμένοι σε ομάδες πρόσφυγες περιμένουν τη σειρά τους. Νιώθω ένα μεγάλο βάρος
στο στήθος, όταν κοιτάζω όπου φτάνει το μάτι μου και βλέπω άνδρες, γυναίκες,
παιδιά, βρέφη και ηλικιωμένους, παγωμένους από το ταξίδι, κουρασμένους αλλά και
κάποιους χαμογελαστούς, χαρούμενους που τα κατάφεραν και βρίσκονται σε «ευρωπαϊκό»
έδαφος. Οι ίδιοι βλέποντάς με να μιλάω με τους εκεί υπευθύνους και κρίνοντας
από την «επίσημη περιβολή» μου, θεωρούν πως κάτι πρέπει να είμαι σημαντικό και
με καρφώνουν με τα μάτια τους, κάποιοι παίρνουν το θάρρος και ρωτούν για το
μετά, για το τι πρέπει να κάνουν για να ζητήσουν πολιτικό άσυλο, για το τι τους
περιμένει μετά, τι γίνεται στην Ειδομένη. Το βάρος στο στήθος μου ακόμη
μεγαλύτερο, το κυρίαρχο συναίσθημα, ο πόνος. Πόσο πόνο χωράει μία αίθουσα;
Φανταστείτε και πολλαπλασιάστε επί εκατό. Σφίξιμο, βάρος, πόνος και ντροπή.
Ένιωσα ντροπή μόνο που ζω σε μία εποχή τόσο «προηγμένη» και συνάμα τόσο
πρωτόγονη, όπου ακόμη άνθρωποι τρέχουν κυνηγημένοι από βομβαρδισμούς,
βαλλόμενοι από εκατό πλευρές, για να συνεχίσουν ακόμη και διωγμένοι να είναι «ανεπιθύμητοι»,
πιθανοί βασανιστές, τζιχαντιστές και τυφλωμένοι εξτρεμιστές.
Από το Παρίσι στη
Χίο λοιπόν, δύο σταθμοί ζωής, άπειρες εικόνες και συναισθήματα και πολλές
σκέψεις. Μην βάζετε την ανθρώπινη ζωή στη ζυγαριά, λύπη και θρήνος για κάθε
άνθρωπο που χάνει βίαια την ζωή του, απέραντος πόνος σε Δύση και Ανατολή, με
την βοήθεια και την αλληλεγγύη ένα μικρό βάλσαμο. Και το καλύτερο
«καθαριστικό». Να καθαρίσουμε τις συνειδήσεις μας, τα όνειρά μας, το βλέμμα
μας. Εκείνο το ολοκάθαρο βλέμμα ενός παιδιού που με κάρφωσε, εκτοξεύοντας
χιλιάδες ερωτηματικά βέλη που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Θα με κάνει να μην ξεχάσω
ποτέ το άνθρωπος για τον άνθρωπο, πέρα από σύνορα, από χώρες και θρησκείες.
ΥΓ: Η ζωή είναι εκεί έξω, όχι
στις οθόνες.